
Η
Χέννα ή Κύπρος (σύμφωνα με την ονομασία του φυτού στην Αίγυπτο του 1500π. Χ.) προέρχεται από το φυτό Lawsonia inermis, ένα θαμνώδες φυτό γηγενές της Αφρικής, της Δυτικής και Νότιας Ασίας, της Βόρειας Αυστραλασίας. Η χέννα αναπτύσσεται ιδανικά σε θερμοκρασίες 25-56οC, όπου μεγιστοποιείται και η χρωστική της ιδιότητα και σε πλέον κλειστούς (σχεδόν μαύρους) και έντονους τόνους έναντι των ελαφρύτερων κοκκινωπών αποχρώσεων που επιτυγχάνονται με λιγότερο πυκνά (σε χρωστική) προϊόντα χέννας. Η κοινή ονομασία χέννα προέρχεται από το αραβικό ḥinnā, ενώ η ονομασία Κύπρος θεωρείται μία από τις προτεινόμενες εκδοχές προέλευσης της ονομασίας της ομώνυμης νήσου.
Η χρήση της χέννας για την παραδοσιακή τεχνική προσωρινού τατουάζ (τεχνική mehndi) αποτελεί μια παράδοση αιώνων για πολλούς πολιτισμούς όπως η Ινδία, το Πακιστάν και το Μαρόκο, ενώ οι αρχαιολογικές ενδείξεις ξεκινούν από την εποχή του χαλκού όπου η χρήση αφορούσε εκτός από το δέρμα και τη βαφή τόσο των μαλλιών και των νυχιών όσο και προϊόντων από δέρμα, μαλλί και μετάξι. Στην Αίγυπτο, μαρτυρίες για τη χρήση της χέννας ως βαφή μαλλιών και φαρμακευτικό βότανο (medicinal herb) σώζονται από το 16 αιώνα π.Χ. (Πάπυρος Ebers), ενώ στη Συρία από το 14ο αιώνα π.Χ. ακόμα. Στη Σαντορίνη (Θήρα) τα ευρήματα μαρτυρούν τη χρήση της χέννας πριν από τη θρυλική έκρηξη του ηφαιστείου της, ενώ πολλά αγαλματίδια νεαρών γυναικών που σώζονται από διάφορες περιοχές της Μεσογείου (για την περίοδο 1500-500 π.Χ.), παριστάνονται με υπερυψωμένα χέρια και πάνω τους σχέδια ανάλογα με τεχνικές της χέννας. Σήμερα, με την ονομασία χέννα εννοούνται και κάποιες φυσικές βαφές όπως είναι η μαύρη και η ουδέτερη χέννα εντελώς διαφορετικής φυτικής προέλευσης (βοτανικά είδη indigofera και Cassia Obovata).
Ως
βαφή η χέννα αναμιγνύεται (κατά κανόνα σε μορφή ξηρής σκόνης), με ένα ήπιο (οργανικό) όξινο μέσο όπως χυμός λεμονιού ή το μαύρο τσάι σε αναλογία τέτοια ώστε να δημιουργηθεί μια πάστα με την υφή αλοιφής. Το προϊόν αφήνεται να σταθεί για 6-24 ώρες πριν να χρησιμοποιηθεί ώστε να απελευθερωθεί η 3-υδροξυ-1,4 ναφθοκινόνη (lawsone), η ουσία που ευθύνεται για τη χρωστική ιδιότητα του φυτού και η οποία δεσμεύεται από τις πρωτεΐνες του δέρματος, για διάστημα μερικών ημερών έως και εβδομάδων ανάλογα με την ποιότητα της χέννας και του προϊόντος πάστας που παρασκευάζεται για το σκοπό αυτό. Η προσθήκη αιθέριου ελαίου με υψηλή περιεκτικότητα σε μονοτερπενικές αλκοόλες, όπως η λεβάντα, το τεϊόδεντρο και ο ευκάλυπτος βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα της βαφής.