Υπάρχουν ακόμα και στη σημερινή εποχή υπέρμαχοι της βασκανίας οι οποίοι βρίσκουν μέσω του μηχανισμού προσφυγή στην αυθεντία απόδειξη ύπαρξης της στην εκκλησία, η οποία επίσημα την αποδέχεται. Καθώς η εκκλησία δεν αμφισβητείται από την πλειονότητα του κόσμου, τουλάχιστον στην Ελλάδα, και τα ιερά της βιβλία γίνονται επίσημα αποδεκτά ως αναλλοίωτα κείμενα από το Σύνταγμα της Ελλάδας, η βασκανία είναι μια πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία.Η αρχή της βασκανίας ανάγεται στην Ανατολή και τη Χαλδαία , από την οποία πιθανότατα διαδόθηκε στην Ελλάδα, την Ιταλία και τις λοιπές χώρες της Ευρώπης. Οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι πίστευαν στη βασκανία. Εκτός από ορισμένους σκεπτικιστές, η πίστη στο κακό μάτι ήταν ευρύτατα διαδεδομένη και ριζωμένη όχι μόνο στο λαό αλλά και στα πιο ανεπτυγμένα πνεύματα της αρχαιότητας. Ο Δημόκριτος, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Απολλωνίδης, ο Φίλαρχος, ο Ηλιόδωρος, ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο Πλίνιος, ο Βιργίλιος, ο Κικέρων παραδεχόταν τη βασκανία.
Από αυτούς, τέσσερις ασχολήθηκαν με τη βασκανία και προσπάθησαν να εξηγήσουν και να δώσουν λογική εξήγηση στο φαινόμενο: Δημόκριτος, ο Πλούταρχος, ο Αριστοτέλης και ο Ηλιόδωρος.Το κακό μάτι μπορούσε να επηρεάσει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και ότι είχε προσφιλές. Τα παιδιά θεωρούνταν τα ευκολότερα θύματα της βασκανίας. Οι Ρωμαίοι είχαν θέσει τα παιδιά υπό την προστασία ειδικής θεάς της Cumina, η οποία είχε ως προορισμό να αποτρέπει την επίδραση του κακού ματιού. Τα κατοικίδια ζώα ήταν επίσης δυνατό να επηρεαστούν. Ο Βιργίλιος απεικόνισε ως εξής το παράπονο βοσκού του οποίου καταστράφηκε το κοπάδι “Nescio quis teneros oculus mihi fascinat agnos” (αγνοώ ποιο κακό μάτι βασκάνει τα αρνιά μου). Στην Ιταλία η ιδέα της βασκανίας (jettatura) ήταν βαθύτατα ριζωμένη.